κανόνιον

κανόνιον
κανόνιον, τὸ (AM)
μσν.
διάγραμμα για τον καθορισμό τού Πάσχα
αρχ.
1. μικρή ράβδος για μέτρηση γραμμών ή επιφανειών
2. διαβήτης ή όργανο για μέτρηση τόξων
3. καθένα από τα ορθά ξύλα που βρίσκονται στα πλαϊνά μέρη τού πλοίου
4. μαθηματικό διάγραμμα
5. (ως υποκορ. τού κανών) όργανο που είχε μια χορδή και χρησιμοποιούνταν από τους θεωρητικούς μουσικούς, αλλ. μονόχορδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανών + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. λόγ-ιον, μαχαίρ-ιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κανόνιον — small bar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίοις — κανόνιον small bar neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίου — κανόνιον small bar neut gen sg κανονίας one as straight as a masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίων — κανόνιον small bar neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίῳ — κανόνιον small bar neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανόνια — κανόνιον small bar neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκανόνιον — τὸ, Μ αστρονομικό μαθηματικό διάγραμμα με το οποίο καθορίζονταν οι εκάστοτε συνοδικές και πανσεληνικές συζυγίες, το κανόνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κανόνιον (ΙΙ) «μαθηματικό διάγραμμα, πίνακας καθορισμού τού Πάσχα»] …   Dictionary of Greek

  • CANON — I. CANON Graece Κανὼν, regula, ad quam praeducebantur lineae. Epigrammata dedicatoria, ἀπὸ ταχυγράφων: Καὶ κανόνα γραμμῆς ἰθυπόρου ταμίην: dirigentem videl. stilum ferreum vel plumbum, ut lineae, quibus scriptura instaret, rectitudinem haberent… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”