κανόνιον — small bar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονίοις — κανόνιον small bar neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονίου — κανόνιον small bar neut gen sg κανονίας one as straight as a masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονίων — κανόνιον small bar neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονίῳ — κανόνιον small bar neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανόνια — κανόνιον small bar neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκανόνιον — τὸ, Μ αστρονομικό μαθηματικό διάγραμμα με το οποίο καθορίζονταν οι εκάστοτε συνοδικές και πανσεληνικές συζυγίες, το κανόνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κανόνιον (ΙΙ) «μαθηματικό διάγραμμα, πίνακας καθορισμού τού Πάσχα»] … Dictionary of Greek
CANON — I. CANON Graece Κανὼν, regula, ad quam praeducebantur lineae. Epigrammata dedicatoria, ἀπὸ ταχυγράφων: Καὶ κανόνα γραμμῆς ἰθυπόρου ταμίην: dirigentem videl. stilum ferreum vel plumbum, ut lineae, quibus scriptura instaret, rectitudinem haberent… … Hofmann J. Lexicon universale
κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… … Dictionary of Greek